χοντροκάμωτος

χοντροκάμωτος
-η, -ο, Ν
χοντροκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)-* + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. χερο-κάμωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοντροκάμωτος — η, ο βλ. χοντροκαμωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντροφτ(ε)ιαγμένος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος, χοντροκάμωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φτ(ε)ιάχνω] …   Dictionary of Greek

  • χοντροκαμωμένος — η, ο και χοντροκάμωτος, η, ο 1. χοντροδουλεμένος. 2. αυτός που έχει χοντρά χαρακτηριστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”